Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020


Μετανάστευση: Η ανθρώπινη διάσταση

Μια έρευνα για τη συγκριτική ανάλυση της ένταξης μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα

Βασίλης Λεοντίτσης*





Το μεταναστευτικό ζήτημα είναι ένα καίριο ζήτημα του καιρού μας, το οποίο απασχολεί έντονα την ελληνική κοινή γνώμη. Μια νέα μελέτη ευελπιστεί να συνεισφέρει στον δημόσιο διάλογο βασιζόμενη στα αποτελέσματα εκτενούς και εμπεριστατωμένης έρευνας.

Η μελέτη αυτή εκπονήθηκε για λογαριασμό του μη κερδοσκοπικού οργανισμού ΔιαΝΕΟσις από μια ομάδα μελετητών αποτελούμενη από τον υπογράφοντα, τη δρα Βασιλική Τσαγκρώνη (επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Leiden), τον δρα Ρωμανό Γεροδήμο (αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιo του Βurnemouth), τον δρα Γεώργιο Καρυώτη (επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης), τον δρα Δημήτρη Σκλεπάρη (λέκτορα στο Πανεπιστήμιο του Newcastle) και τους Γιώργο Βοσινάκη και Διονυσία Δημοπούλου (Iasquare).

Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής η εταιρεία δημοσκοπήσεων ΚΑΠΑ Research ανέλαβε την πραγματοποίηση 800 συνεντεύξεων με παλαιούς και νέους μετανάστες και πρόσφυγες στη χώρα μας. Οι συνεντεύξεις με παλαιούς μετανάστες επικεντρώθηκαν στην αλβανική και γεωργιανή κοινότητα, ενώ το δείγμα νεότερων μεταναστών και προσφύγων προήλθε από Αφγανούς και Σύρους.


Είναι η πρώτη φορά που μια τέτοια μελέτη έχει επιχειρηθεί στην Ελλάδα. Η σημασία της έγκειται σε δύο σημαντικά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ’ όλα γίνεται προσπάθεια να πραγματοποιηθεί μια πιο ολοκληρωμένη συζήτηση σχετικά με το ζήτημα της μετανάστευσης, το οποίο απασχολεί έντονα εδώ και αρκετό καιρό την ελληνική κοινωνία. Η επικέντρωση της συζήτησης στην περαιτέρω αστυνόμευση των συνόρων και την υιοθέτηση ακόμα πιο περιοριστικών μέτρων ενάντια στη μετανάστευση και την προσφυγιά είναι προβληματική.

Ανεξάρτητα από τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός από εμάς, ροές θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο υπάρχουν πόλεμοι, οικονομική ανισότητα και φυσικές καταστροφές. Συνεπώς είναι σημαντικό να γίνει μια σοβαρή συζήτηση για το πώς θα μπορέσει η ελληνική κοινωνία να ενσωματώσει αυτούς τους ανθρώπους στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού, αλλά και της ισχυροποίησης των οικονομικών και κοινωνικών δομών της. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, είναι εξαιρετικά σημαντικό να ακούσουμε και τη δική τους φωνή και να κατανοήσουμε τις δικές τους εμπειρίες και προτάσεις.

Η μελέτη αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται μια έρευνα τεκμηρίωσης, στην οποία καταγράφονται και αναλύονται βέλτιστες πρακτικές και πολιτικές ένταξης άλλων χωρών. Παράλληλα περιγράφονται τόσο οι μεταναστευτικές ροές στην Ελλάδα όσο και οι ελληνικές ενταξιακές πολιτικές. Το δεύτερο μέρος αποτελεί η έρευνα πεδίου και η καταγραφή των χαρακτηριστικών, των βιωμάτων, των προβλημάτων και των αναζητήσεων των ίδιων των μεταναστών και προσφύγων, όπως αποτυπώνονται μέσα από τις συνεντεύξεις που κάναμε με αυτούς. Τέλος, στο τρίτο μέρος παρουσιάζονται μια σειρά προτάσεων πολιτικής για την καλύτερη αντιμετώπιση των ζητημάτων ένταξης.

Τα αποτελέσματα της έρευνας πεδίου προσφέρουν πλούσια στοιχεία, τα οποία σκιαγραφούν γλαφυρά την εικόνα των μεταναστών στη χώρα μας. Πρώτα από όλα υπάρχει σαφής διαφοροποίηση μεταξύ παλαιών και νεότερων μεταναστών, όσον αφορά τους λόγους της μετανάστευσης απο τις χώρες προέλευσής τους. Αλβανοί και Γεωργιανοί ήρθαν στη χώρα μας κατά κύριο λόγο ως οικονομικοί μετανάστες αναζητώντας καλύτερες οικονομικές συνθήκες, ενώ Σύροι και Αφγανοί ήρθαν για να γλυτώσουν από τη βία που μαστίζει τις χώρες τους.

Οι παλαιοί μετανάστες έχουν καταφέρει να ενταχθούν σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική κοινωνία βασιζόμενοι κυρίως στις δικές τους προσπάθειες, καθώς η Ελληνική Πολιτεία ήταν κατά κανόνα απούσα τις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Ετσι ένα μεγάλο ποσοστό αυτών κατέχει εργασία (77%), σε αντίθεση με τους Αφγανούς και τους Σύρους οι οποίοι έχουν εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά απασχόλησης (9% του δείγματος). Η συντριπτική πλειοψηφία των παλαιών μεταναστών θέλουν να παραμείνουν στη χώρα μας (3 στους 4). Τα ποσοστά αυτά είναι πολύ χαμηλότερα ανάμεσα στους νέους μετανάστες (1 στους 4).

Ετσι εμφανίζεται το παράδοξο να θέλουν οι περισσότεροι από αυτούς να μετοικήσουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά να μην μπορούν λόγω των περιοριστικών πολιτικών της Ε.Ε. Παλαιοί και νέοι μετανάστες αισθάνονται γενικά ασφαλείς στη χώρα μας, παρά τις εμπειρίες εμφανών διακρίσεων που αρκετοί από αυτούς έχουν υποστεί. Τέλος, εμφανίζουν αισθήματα ευγνωμοσύνης, αγάπης και αλληλεγγύης απέναντι στους Ελληνες πολίτες.


Η έρευνά μας καταλήγει με μια σειρά συγκεκριμένων μέτρων που θα μπορούσαν να παρθούν άμεσα, ώστε να βελτιωθεί το επίπεδο ζωής των μεταναστών, να αυξηθεί η συνοχή της ελληνικής κοινωνίας και να βελτιωθεί η θετική συνεισφορά των μεταναστών και προσφύγων σε αυτήν. Συνοπτικά, μεταξύ άλλων, προτείνουμε τα ακόλουθα: την πλήρη και ουσιαστική ενεργοποίηση των Συμβουλίων Ενταξης Μεταναστών, ενός θεσμού που θεωρητικά δίνει φωνή στους μετανάστες και λειτουργεί συμβουλευτικά στην άσκηση μεταναστευτικής πολιτικής, ο οποίος όμως υπολειτουργεί στην πράξη.

Προτείνουμε ακόμα διασπορά των μεταναστών και προσφύγων ανά την Ελλάδα, κάτι που ήδη πραγματοποιείται σε χώρες όπως η Γερμανία, ώστε να μειωθεί η πληθυσμιακή πίεση σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας και να αποφευχθούν φαινόμενα γκετοποίησής τους. Σημαντική επίσης είναι και η επίλυση ζητημάτων εύρεσης εργασίας, καθώς η εργασία αποτελεί ένα από τα βασικά, αν όχι το σημαντικότερο, εργαλείο ένταξης. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να γενικευτούν πρωτοβουλίες για την αναγνώριση διπλωμάτων μέσω συνεντεύξεων και άλλων ευέλικτων διαδικασιών.

Τελικά αυτό που μου μένει από μια τέτοια μελέτη είναι η αίσθηση πως τα μέτρα ενσωμάτωσης μεταναστών στη χώρα μας πρέπει να γίνουν πολυδιάστατα. Επίσης πρέπει να αυξηθεί ο βαθμός συνέχειας των αντίστοιχων δράσεων, κάτι που μπορεί να γίνει εφικτό με την υιοθέτηση στην πράξη μιας πιο ουσιαστικής στρατηγικής ένταξης. Απαιτείται μεγαλύτερη διαφάνεια στη διαχείριση των κονδυλίων, σωστός σχεδιασμός και συνεπής απολογισμός των σχεδίων δράσης. Ομως, πάνω από όλα, απαιτείται η συνειδητοποίηση ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες στον ελληνικό χώρο δεν αποτελούν μια ομοιόμορφη κατηγορία.

Η έρευνα αποτύπωσε σημαντικές διαφοροποιήσεις. Συνεπώς, για να στεφθούν με επιτυχία, οι πολιτικές ένταξης οφείλουν να γίνουν πιο στοχευμένες και ευέλικτες. Είναι στο χέρι μας να μετατρέψουμε ένα πρόβλημα του σήμερα σε μια ευκαιρία οικονομικής και κοινωνικής ανάτασης της χώρας στο εγγύς μέλλον.


* επίκουρος καθηγητής Σπουδών Παγκοσμιοποίησης, Πανεπιστήμιο του Brighton

Από δημοσίευμα της ΕΦΣΥΝ

📌 Ολόκληρη η μελέτη είναι προσβάσιμη μέσω του σάιτ της ΔιαΝΕΟσις 


Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020


Η  ΑΓΟΡΑΙΑ  ΠΑΙΔΕΙΑ


153 υπερψήφισαν το άρθρο για τα ιδιωτικά "κολλέγια".

Επιστρατεύοντας το ψέμα της ευρωπαϊκής οδηγίας.


Στην Ελλάδα του "ΕΙΣΑΙ  Ο, ΤΙ  ΔΗΛΩΣΕΙΣ"



Ντροπή και πλήγμα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (που ούτως ή άλλως είναι χρυσοπληρωμένη από τους πολίτες, με την αδρή συμβολή τους στην οικονομία της περιφέρειας).

Και για τους πτυχιούχους μας που βγαίνουν στην αγορά εργασίας διαγκωνιζόμενοι με ΑΓΟΡΑΙΟΥΣ τίτλους "πτυχίων".

Το κρίμα στο λαιμό τους !

Αντίθετοι δήλωσαν ήδη μια σειρά Σχολών,
η Σύγκλητος του Αριστοτέλειου Θεσσαλονίκης,
το Μετσόβειο,
το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας,
η Πρυτανεία της Γεωπονικής Σχολής Αθηνών

Αλλά και από χρόνια,

οι περισσότερες Ανώτατες Σχολές και Τμήματα
(ΕΔΩ http://glotta.ntua.gr/posdep/Sxoles/index.htm)


Η ανακοίνωση της Πρυτανείας του Γεωπονικού :

Το Πρυτανικό Συμβούλιο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (συνεδρία 38/23.01.2020) σε συνέχεια προηγούμενης απόφασης του Π.Σ. έπειτα από διαβούλευση με τους Κοσμήτορες και Προέδρους του Πανεπιστημίου (12.12.2019)  σχετικά με το σχέδιο νόμου του ΥΠΕΘ «Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων και άλλες διατάξεις»  καλεί την ηγεσία του Υπουργείου να αποσύρει το άρθρο 50, το οποίο ουσιαστικά εξισώνει τα πτυχία των αποφοίτων των κολλεγίων με εκείνα των αποφοίτων των Δημόσιων Πανεπιστημίων της χώρας μας, χωρίς καν να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση.
Τα κολέγια, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μετεξέλιξη των ΙΕΚ, παρέχουν τίτλους σπουδών ανεξέλεγκτης ποιότητας, αφού και η λειτουργία τους δεν διέπεται από κανένα θεσμικό πλαίσιο. Η ποιότητα των σπουδών που προσφέρουν δεν αξιολογείται ούτε φυσικά πιστοποιείται, πολλώ δε μάλλον το εκπαιδευτικό προσωπικό τους, που στη συντριπτική πλειονότητα του δεν πληροί στο ελάχιστο τις προϋποθέσεις των Δημοσίων Πανεπιστήμιων. Οι απόφοιτοι τους  δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα, ούτε φυσικά τα εχέγγυα να αναλάβουν την ευθύνη της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των μαθητών, η κατάργηση δε της παιδαγωγικής επάρκειας θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα αξιοκρατικά κριτήρια επιλογής. 
Η επαγγελματική εξίσωση των αποφοίτων των κολεγίων με τους αποφοίτους της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης υποβαθμίζει περαιτέρω τη δημόσια εκπαίδευση και οξύνει το πρόβλημα της ανεργίας των αποφοίτων των ΑΕΙ.
Επιπλέον, το Πρυτανικό Συμβούλιο ζητά να εξαιρεθούν από την περικοπή της χρηματοδότησης (άρθρο 16)  η μισθοδοσία όλων των κατηγοριών του προσωπικού καθώς και οι δαπάνες για τη φοιτητική μέριμνα.

Ο Πρύτανης
Καθηγητής Σπυρίδων Κίντζιος